- κορκορυγμος
- κορκορυγμόςὁ Luc. = κορκορυγή См. κορκορυγη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορκορυγμός — κορκορυγμός, ὁ (Α) [κορκορυγῶ] υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κορκορυγμοί — κορκορυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)